συμπολεμήσει

συμπολεμήσει
συμπολεμέω
join in war
aor subj act 3rd sg (epic)
συμπολεμέω
join in war
fut ind mid 2nd sg
συμπολεμέω
join in war
fut ind act 3rd sg
συμπολεμέω
join in war
aor subj act 3rd sg (epic)
συμπολεμέω
join in war
fut ind mid 2nd sg
συμπολεμέω
join in war
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Ουλιάδης — Ναύαρχος των Σαμίων, τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Μετά τη μάχη των Πλαταιών προσκάλεσε τον ελληνικό στόλο να συμπολεμήσει μαζί του στη Μυκάλη. Το 476 π.Χ., συμπολεμώντας με τον Παυσανία στο Βυζάντιο, τόσο χολώθηκε από τον αυταρχικό χαρακτήρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”